συνεκκλύζω

συνεκκλύζω
Α
ξεπλένω, καθαρίζω συγχρόνως («τὸ ὑγρὸν... μεθ' ἑαυτοῡ συνεκκλύζον ἁπάσας λαμβάνει τὰς τῶν χρωμάτων δυνάμεις», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ἐκκλύζω «ξεπλένω, καθαρίζω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • συνεκκλύζον — συνεκκλύζω wash out together pres part act masc voc sg συνεκκλύζω wash out together pres part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεκκλύζεσθαι — συνεκκλύζω wash out together pres inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεκκλύζεται — συνεκκλύζω wash out together pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεκκλύζηται — συνεκκλύζω wash out together pres subj mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλύζω — (AM κλύζω) 1. καλύπτω με νερά, πλημμυρίζω («ἔνθ ἐμὲ μὲν μέγα κῡμα... κλύσσει», Υμν. Απόλλ.) 2. ξεπλένω με άφθονο νερό ή άλλο υγρό, καθαρίζω (α. «θάλασσα κλύζει πάντα ἀνθρώπων κακά», Ευρ. β. «κλύζουσι φαρμάκῳ χολήν», Σοφ.) 3. χύνω υγρό με κλυστήρα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”